δαιτηθεν

δαιτηθεν
    δαίτηθεν
    δαίτη-θεν
    adv. с пира
    

(ἰέναι Hom., Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δαιτηθεν" в других словарях:

  • δαίτηθεν — from a feast indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίτη — δαίτη, η (Α) Ι. 1. η δαις 2. (για θεωρία) η βορά II. επίρρ. δαίτηθεν από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαις* που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) * tā] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»